- σκοτοδινώ
- -έω, Α [σκοτόδινος]σκοτοδινιώ («ἀλλὰ κατὰ κρημνῶν ὠθούμην ἂν ἐπὶ κεφαλῆς σκοτοδινήσας», ΨΛουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοτοδίνῳ — σκοτόδινος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)